- καλοδεχούμενος
- καλόδεχτος, η , ο1) гостеприимный, приветливый; 2) принимаемый с радостью (о ком-чём-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλοδεχούμενος — καλοδεχούμενος, η, ο και καλόδεχτος, η, ο ευπρόσδεκτος: Mολονότι ζούσε σε πολύ μικρό σπίτι ήμασταν πάντα καλοδεχούμενοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλοδέχομαι — 1. υποδέχομαι κάποιον ευχάριστα, κάνω καλή υποδοχή σε κάποιον 2. ακούω κάτι με ευχαρίστηση, αποδέχομαι κάτι με ευμένεια («δεν τά καλοδέχθηκε αυτά που τού είπα») 3. (η μτχ. ενεστ.) καλοδεχούμενος, η, ο καλόδεχτος* («είσαι πάντα καλοδεχούμενος στο… … Dictionary of Greek
-ούμενος — κατάλ. παθ. μτχ. τής Νέας Ελληνικής που σχηματίστηκε αναλογικά προς τις αρχ. μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων σε έω και όω (πρβλ. δηλούμενος, κρατούμενος).Παραδείγματα παθ. μτχ. σε ούμενος: αυξομειούμενος, βρισκούμενος, γραμματιζούμενος,… … Dictionary of Greek
ευπρόσδεκτος — η, ο αυτός που γίνεται ευχάριστα δεχτός, αλλ. καλόδεχτος, καλοδεχούμενος: Κάθε ξένος είναι ευπρόσδεκτος στο σπιτικό μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)